Τα βάρη των άλλων
Η εργασιακή χρονιά 2014 λαμβάνει τέλος με μία οξεία οσφυο-ισχιαλγία κι εγώ, αρνούμενη να καθηλωθώ στο κρεβάτι του πόνου, με την επαγγελματική μου διαστροφή δεδομένη και την τάση μου για αυτοανάλυση πιο ενεργή από ποτέ – το τέλος της χρονιάς προσφέρεται για απολογισμούς, αυτοκριτική και άλλα συναφή – αφήνω για λίγο τους ασθενείς μου και επικεντρώνομαι στο συμβολικό νόημα αυτής της παραλίγο κλινικής καθήλωσης.
Ο καλός μου συνάδελφος Θ. θα επέκρινε ίσως την προσπάθειά μου αυτή, θυμούμενος μία ανάλογη περίπτωση στο μακρινό κιόλας παρελθόν, όταν είχα βιαστεί να αποδώσω σε ψυχοσωματικούς παράγοντες κάτι αμιγώς βιολογικό… Όμως θα πάρω το ρίσκο. Αφενός γιατί απορρίπτω τα απόλυτα και τα αμιγή, ειδικά όταν αυτά αφορούν ανθρώπινες λειτουργίες. Κι έπειτα γιατί η ερμηνεία αυτή τη φορά αγορά μόνο εμένα. Μου τη χρωστάω. Κι αν η διάγνωση είναι λάθος, δεν έχω παρά να τα βάλω με τον εαυτό μου.
Όταν το μπόι σου δεν ξεπερνά το ενάμισι μέτρο και η γενικότερη σωματική σου διάπλαση συνηγορεί από μόνη της υπέρ της θεωρίας της «κατοχής του ελάχιστου δυνατού χώρου στην απεραντοσύνη του σύμπαντος» (δική μου η εφεύρεση της θεωρίας, μην την ψάξετε σε φιλοσοφικά εγχειρίδια) είναι αναπόφευκτο, ή τουλάχιστον αναμενόμενο, η προσωπικότητά σου να ακολουθεί και εκείνη το μονοπάτι προς τη σμίκρυνση.
Ωστόσο, σμίκρυνση δε σημαίνει ανυπαρξία. Το να γίνεσαι «μικρός» αφήνοντας χώρο στον Άλλο είναι στάση ζωής. Μια στάση ζωής που συχνά, στην περίπτωσή μου τουλάχιστον, παρεξηγείται. Εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Ή ως αγαθοσύνη (όχι με την αρχαία έννοια του όρου)…
Μερικές φορές ξεγελιέμαι κι εγώ η ίδια, πως είμαι τόσο μικρή και ασήμαντη που σχεδόν δεν υπάρχω.
Και τότε έρχονται στιγμές όπως αυτή…
«Βοήθησέ με, σε παρακαλώ», μου είπε τις προάλλες στην κλινική η συμπαθέστατη ασθενής. Οξύ ψυχωσικό επεισόδιο. Σαν τρομαγμένο πουλί ήταν. «Θα σε βοηθήσω» της είπα. Κρεμάστηκε από πάνω μου. Κυριολεκτικά. «Κρακ», έκανε η ήδη ευάλωτη σπονδυλική μου στήλη κι ο πόνος μου έκοψε την ανάσα. Δε φώναξα σε βοήθεια (βλ. «θεωρία του ελάχιστου χώρου»). Έμεινα εκεί και την κράτησα για όσο χρειάστηκε, για όσο με χρειάστηκε, ξεπερνώντας τα όρια της αντοχής μου. Κράτησα την υπόσχεσή μου. Κράτησα την ασθενή μου όσο χρειάστηκε, μέχρι να μπορέσει να σταθεί πάλι στα πόδια της. Γιατί αυτό έπρεπε να κάνω, ως ψυχολόγος. Γιατί αυτό ήθελα να κάνω, ως Χριστίνα.
Κι ας με εξουθένωσε αυτό το «κράτημα», εν τέλει όχι μόνο σωματικά. Ψυχολογικά τις επόμενες μέρες ήμουν ένα ράκος. Μας βόλεψε όλους – και μένα πρώτη από όλους – να επικεντρωθούμε στον πόνο που μπορούσαμε να ψηλαφίσουμε. Τον ονομάσαμε κιόλας. Οσφυαλγία. Ισχιαλγία. Κι όλα καλά.
Έχω αρκετές συνεδρίες ψυχοθεραπείας στην πλάτη μου για να είμαι σε θέση να καταλάβω πως εκείνο το «κρακ», ήταν κυρίως ψυχολογικό και σημάδευε το τέλος μιας χρονιάς που «τα βάρη των άλλων» ήταν ασήκωτα.
Αν πίστευα στον Άγιο Βασίλη θα μπορούσα να του ζητήσω ως δώρο λίγη ελαφρότητα. Μα και πάλι, θα κινδύνευα να γίνω φελλός για να επιπλεύσω. Και δεν τους γουστάρω τους φελλούς, δεν τους γουστάρω καθόλου!
Το να σηκώνω τα βάρη των άλλων είναι επιλογή μου. Κι αν κάποτε λυγίζω ή «σπάω», μαζεύω τα κομμάτια μου και συνεχίζω. Γιατί αν κάτι έχω μάθει να κάνω στη ζωή μου – και το έμαθα με δάκρυα και μελάνι- είναι πάνω από όλα να κουβαλάω τον εαυτό μου. Στη νέα χρονιά λοιπόν, θα είμαι εκεί, να κρατάω αυτούς που με χρειάζονται, μέχρι να είναι σε θέση να κουβαλήσουν κι εκείνοι το δικό τους εαυτό. Όσο μπορώ. Όσο μπορούν. Όσο μπορούμε. Το «μαζί» κάνει τη διαφορά.
Και κάτι τελευταίο. Μου αρέσει να σηκώνω τα βάρη των άλλων αθόρυβα (εντάξει, εκτός από σήμερα). Κι όταν μιλάω για τον εαυτό μου αυτό το κάνω αρκετά συγκαλυμμένα, κυρίως μέσα από τις ιστορίες μου. (Πάλι η «θεωρία του ελάχιστου χώρου»). Αυτό έχει κάποιες συνέπειες. Τις γνωρίζω και τις επωμίζομαι. Τις κουβαλάω… Κι ας πληγώνομαι ενίοτε.
Η εποχή μας δεν είναι φτιαγμένη για διακριτικούς ανθρώπους. Πόσο μάλλον για «μεταξωτούς ανθρώπους». Silk cuts…
Οι λίγοι που έχω επιλέξει και με έχουν επιλέξει ξέρουν. Πως όταν σωπαίνω δε σημαίνει απαραίτητα πως «δεν έχω ήχο». Πως όταν επιλέγω να φοράω μαύρα δε σημαίνει πως μέσα μου δεν κατοικεί το χρώμα. Πως όταν κινούμαι στο σκοτάδι δε σημαίνει πως είμαι αόρατη.